ὑποδεεστέρους

ὑποδεεστέρους
ὑποδεής
somewhat deficient
masc acc comp pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συνεπάγω — ΝΜΑ [ἐπάγω, ομαι] νεοελλ. μέσ. συνεπάγομαι έχω ως αποτέλεσμα μσν. αρχ. μέσ. οδηγώ κάποιον μαζί μου («δυνάμεις πολλὰς συνεπαγόμενος», Άνν. Κομν.) αρχ. 1. οδηγώ κάποιον εναντίον ενός άλλου («τὰ κράτιστα ἐπὶ τε τοὺς ὑποδεεστέρους... ξυνεπῆγον», Θουκ …   Dictionary of Greek

  • τιεν — Ν (στην κινεζ. θρησκεία) η ανώτατη δύναμη που εξουσιάζει τους υποδεέστερους θεούς και τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κινεζ. ť ien «ουρανός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”